- πρακτήριος
- -ον, ΜΑ [πρακτήρ]μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτήριονπρακτική, δραστηριότητααρχ.δραστήριος, αποτελεσματικός, δραστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρακτήριος — efficacious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτήριον — πρακτήριος efficacious masc/fem acc sg πρακτήριος efficacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek